κωλῦσ'

κωλῦσ'
κωλῦσαι , κωλύω
hinder
aor inf act

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κωλυσίδειπνος — κωλυσίδειπνος, ον (Α) (για είδος σαλιγκαριών που αν τά έτρωγε κάποιος στην αρχή τού δείπνου δεν μπορούσε να φάει τίποτε άλλο) αυτός που εμποδίζει το δείπνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κωλυσ τού κωλύω (πρβλ. κώλυσ ις) + δειπνος (< δεῖπνον), πρβλ. φιλό… …   Dictionary of Greek

  • κωλυσανέμας — και κωλυσάνεμος, ὁ (Α) αυτός που εμποδίζει τους ανέμους να πνέουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κωλυσ τού κωλύω (πρβλ. κώλυσ ις) + ἄνεμος. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος] …   Dictionary of Greek

  • κωλυσιδρομία — η δρόμος μετ εμποδίων, φυσικών ή τεχνητών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κωλυσ τού κωλύω (πρβλ. κώλυσ ις) + δρομία (< δρομος < δρόμος), πρβλ. παγο δρομία, σκυταλο δρομία. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος] …   Dictionary of Greek

  • κωλυσιδρόμης — κωλησιδρόμης, ὁ (Α) αυτός που παρακωλύει την πορεία, που εμποδίζει τον δρόμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κωλυσ τού κωλύω (πρβλ. κώλυσ ις) + δρόμης (< δρόμος), πρβλ. ημερο δρόμης, σταδιο δρόμης. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος] …   Dictionary of Greek

  • κωλυσιεργός — ό(ν) (Α κωλυσιεργός, όν) αυτός που προβάλλει προσκόμματα στη συντέλεση ενός έργου, αυτός που εφαρμόζει κωλυσιεργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κωλυσ τού κωλύω (πρβλ. κώλυσ ις) + εργός (< ἔργον), πρβλ. αγαθο εργός, ανεν εργός. Σύνθ. τού τύπου… …   Dictionary of Greek

  • λαθάνεμος — και ληθάνεμος, ον (Α) αυτός που διαφεύγει τον άνεμο, αυτός που δεν έχει άνεμο, ήρεμος, γαλήνιος («λαθάνεμος ὥρα», Σιμων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαθ τού λανθάνω, (πρβλ. αόρ. ἔ λαθ ον) + ἄνεμος (πρβλ. αλεξ άνεμος, κωλυσ άνεμος). Ο τ. ληθάνεμος < θ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”